Oι λειτουργικές συνθήκες στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα παρέμειναν αμετάβλητες τον Σεπτέμβριο, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο τέλος σε μία περίοδο έξι μηνών συνεχούς συρρίκνωσης.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI® ) έκλεισε στις 50.0 μονάδες στο τέλος του τρίτου τριμήνου, τιμή υψηλότερη από τις 49.4 μονάδες του Αυγούστου. Ο κύριος δείκτης κατέγραψε την υψηλότερη τιμή από τον Φεβρουάριο, ενώ η μέση τιμή τριμήνου υπέδειξε μικρή συρρίκνωση των λειτουργικών συνθηκών, ουσιαστικά βελτίωση σε σύγκριση με τη σημαντική επιδείνωση που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2020.
Η ευρεία σταθεροποίηση της παραγωγής κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου συνέβαλε εν μέρει στην αύξηση της τιμής του κύριου δείκτη. Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Παραγωγής έκλεισε πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων. για πρώτη φορά σε διάστημα επτά μηνώ
Παρότι οι νέες πωλήσεις εξακολούθησαν να αυξάνονται τον Σεπτέμβριο, ο ρυθμός συρρίκνωσης εξασθένησε και ήταν οριακός, αλλά και ο βραδύτερος που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών. Ωστόσο, οι εταιρείες ανέφεραν ότι η αβεβαιότητα σχετικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας επηρέασε περαιτέρω τη ζήτηση από την πλευρά των πελατών. Αντίστοιχα, οι νέες παραγγελίες εξαγωγών υποχώρησαν με ασθενέστερο ρυθμό.
Εν τω μεταξύ, τα επίπεδα απασχόλησης αυξήθηκαν για δεύτερο συνεχή μήνα, καθώς οι Έλληνες κατασκευαστές αύξησαν περαιτέρω τον αριθμό εργαζομένων τους. Παρότι μόλις οριακός σε γενικές γραμμές, ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες κατάφεραν να μειώσουν τον όγκο αδιεκπεραίωτων εργασιών.
Ωστόσο, οι εργασίες σε εκκρεμότητα μειώθηκαν με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα επτά μηνών.
Οι τιμές εισροών εξακολούθησαν να αυξάνονται τον Σεπτέμβριο, καθώς οι παραγωγοί αγαθών κατέγραψαν ταχύτερο ρυθμό αύξησης. Η σταθερή αύξηση της επιβάρυνσης κόστους συνδέθηκε συχνά με τις ελλείψεις πρώτων υλών και με τα προβλήματα εργατικού δυναμικού από την πλευρά των προμηθευτών.
Ο ρυθμός αύξησης των τιμών εισροών ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο, ωστόσο οι εταιρείες εξακολούθησαν να μειώνουν τις τιμές πώλησης λόγω του ανταγωνισμού και των προσπαθειών ενίσχυσης των πωλήσεων.
Ο ρυθμός μείωσης των χρεώσεων επιταχύνθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει
καταγραφεί από τον Ιούνιο. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού από την πλευρά των προμηθευτών ήταν επίσης ένδειξη της δριμείας επιδείνωσης της απόδοσης των προμηθευτών.
Οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών, δεδομένου ότι υπήρξαν αναφορές για υλικοτεχνικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, η περαιτέρω υποχώρηση της αγοραστικής δραστηριότητας προκάλεσε τη μείωση των αποθεμάτων προμηθειών, σε μια προσπάθεια περιορισμού του κόστους.
Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα τον Σεπτέμβριο, παρότι ήταν χαμηλότερη από τον μέσο όρο που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας. Σύμφωνα με αναφορές, η αβεβαιότητα σχετικά με την πανδημία επηρέασε αρνητικά τις προσδοκίες.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, είπε:
«Ο ελληνικός μεταποιητικός τομέας παρουσίασε αισιόδοξες ενδείξεις ανάκαμψης τον Σεπτέμβριο, καθώς οι λειτουργικές συνθήκες σταθεροποιήθηκαν και ο Δείκτης Παραγωγής έκλεισε πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων, για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο.
Παρότι οι νέες παραγγελίες παρέμειναν σε πλαίσια συρρίκνωσης, η μείωση τόσο του συνόλου των πωλήσεων όσο και των εξαγωγών εξασθένησε σημαντικά. Κατά συνέπεια, η δημιουργία θέσεων εργασίας αυξήθηκε, καθώς οι κατασκευαστές διεύρυναν τα επίπεδα απασχόλησης, λόγω των περαιτέρω προσδοκιών ότι η παραγωγή θα αυξηθεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Παρόλα αυτά, τα περιθώρια κέρδους εξακολούθησαν να συμπιέζονται καθώς η αύξηση των τιμών εισροών επιταχύνθηκε, ενώ οι τιμές πώλησης μειώθηκαν με ταχύτερο ρυθμό. Οι προσπάθειες για την αύξηση των πωλήσεων και τον περιορισμό του ανταγωνισμού ώθησαν τις εταιρείες να μειώσουν περαιτέρω τις χρεώσεις τους, τον Σεπτέμβριο.
Η αβεβαιότητα επανήλθε σε σχέση με την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, καθώς οι ανησυχίες σχετικά με τη μείωση της ζήτησης στον κλάδο μεταφορών και τουρισμού επηρέασαν αρνητικά την αισιοδοξία. Δεν αναμένουμε ότι η συνολική οικονομική παραγωγή στην Ελλάδα θα επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα μέχρι το 2024».