«Δεν βλέπω καμία περίπτωση μέχρι την άνοιξη να καταφέρουμε να προχωρήσουμε σε πλήρη άρση των απαγορευτικών μέτρων», είπε ο κ. Σύψας.
«Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική δύσκολη φάση της πανδημίας στην Ελλάδα και ο κύριος λόγος είναι η τεράστια διασπορά που έγινε τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου», συνέχισε.
«Αν μείνει σταθερός ο αριθμός των ΜΕΘ, δεν νομίζω να αντέξουν πάνω από 10 ημέρες, ωστόσο πιστεύω ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των κλινών ΜΕΘ ακόμα και μέσω της μετατροπής των κοινών κλινών σε περίπου κλινες ΜΕΘ με τη χρήση αναπνευστήρων και monitors ώστε να λειτουργούν ως οιονεί μονάδες εντατικής θεραπείας».
«Τον τρόπο πρέπει να τον βρει η κυβέρνηση. Η κυριότερη λύση που γίνεται αυτή τη στιγμή είναι η μεταφορά των ασθενών που δεν έχουν Covid-19 από τις ΜΕΘ των δημοσίων στις ΜΕΘ των ιδιωτικών νοσοκομείων, ώστε να απελευθερώνονται κλίνες εντατικής θεραπείας στο ΕΣΥ».
«Πρέπει ο ιδιωτικός τομέας να συμμετέχει στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, αυτή τη στιγμή τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν συμμετέχουν στη νοσηλεία των ασθενών με Covid-19», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στο lockdown που βρίσκεται σε ισχύ από τα ξημερώματα του Σαββάτου το χαρακτήρισε «light», εκτιμώντας:
«Δεν βλέπω καμία περίπτωση μέχρι την άνοιξη να καταφέρουμε να προχωρήσουμε σε πλήρη άρση των απαγορευτικών μέτρων. Τα μέτρα τα οποία έχουν ήδη ανακοινωθεί, που περιλαμβάνουν τη λειτουργία δημοτικών σχολείων θα, δούμε πώς θα δουλέψουν μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου», συμπλήρωσε.
Μιλώντας για τις διαφορές συγκριτικά με το προηγούμενο lockdown που επιβλήθηκε στη χώρα, τόνισε πως σε ότι αφορά τα ανοιχτά σχολεία «δεν είναι μόνο οι μαθητές, είναι και οι γονείς, οι δάσκαλοι και ο κόσμος γύρω από τη λειτουργία ενός σχολείου». Υπογράμμισε επίσης πως δεν υπάρχει ούτε χρονικός περιορισμός, ούτε τοπικός προσδιορισμός στις μετακινήσεις.
Ερωτηθείς για το ποσοστό της τηλεργασίας που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 50% σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εκτίμησε ότι το ποσοστό θα πρέπει να ξεπεράσει το 70%, «αν η εικόνα συνεχίσει να επιδεινώνεται».
«Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος ότι θα καταφέρουμε επιπέδωση της επιδημιολογικής καμπύλης, τουλάχιστον με τα στοιχεία που έχουμε μέχρι σήμερα, που σημαίνει ότι ενδεχομένως να γίνει πιο σκληρό το απαγορευτικό. Παρόλα αυτά υπάρχει μια αβεβαιότητα για την εξέλιξη της επιδημίας, γι’ αυτό και καλό είναι να περιμένουμε», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σύψας.
«Η στρατηγική αυτή τη στιγμή είναι βλέποντας και κάνοντας διότι τα μέτρα θέλουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες για να αποδώσουν. Ενδεχομένως στο τέλος αυτής της εβδομάδας να έχουμε μία καλύτερη εικόνα αν αποδίδουν ή όχι και για τον εάν πρέπει να παρέμβουμε πιο αποφασιστικά», πρόσθεσε.
Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, εκτίμησε ότι «το σύστημα υγείας εκεί δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα». Για το αν έχει τεθεί σαν πρόταση το καθολικό κλείσιμο των σχολείων είπε πως «θα είναι το επόμενο πρώτο βήμα» μαζί με την απαγόρευση της κυκλοφορίας το βράδυ και τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας των περιπάτων μέσω των μηνυμάτων.
«Δεν έχει συγκληθεί ακόμα η Επιτροπή (σ.σ. Εμπειρογνωμόνων) για το ζήτημα, θα δούμε όμως άμεσα τι μπορεί να γίνει σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Πολιτικής Προστασίας».
Σε ό,τι αφορά τα «ορφανά» κρούσματα που ξεπερνούν πλέον τα 41.700, εκτίμησε ότι είναι αποτέλεσμα της τεράστιας διασποράς -κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα- στις αρχές του φθινοπώρου.
«Είναι μια εικόνα ότι έχουμε ευρεία διασπορά στην κοινότητα πράγμα που κατά τη γνώμη μου κάνει το lockdown δύσκολο να λειτουργήσει, διότι οι άνθρωποι πηγαίνουν στα σπίτια τους μαζί με τον ιό οπότε συνεχίζεται η διασπορά».
Ερωτηθείς για το πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί η διαδικασία της ιχνηλάτησης, ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας απάντησε ότι θα χρειαζόταν «πολύ έμπειρο και εκπαιδευμένο προσωπικό σε πολλά σημεία της χώρας, καθώς και πολλά τεχνικά μέσα όπως παραδείγματος χάριν η κινητικότητα του πληθυσμού – μέσα που στην παρούσα φάση δεν είναι διαθέσιμα».
Τέλος, σχετικά με τον δείκτη μεταδοτικότητας Rt που στις 2 Νοεμβρίου ήταν στο 1,2 στην επικράτεια, εκτίμησε ότι είναι σε ανοδική τάση.