«Κουπόνια» που θα «κουρεύουν» φόρους και ασφαλιστικές εισφορές θα μπορούν να διεκδικήσουν από τα τέλη Μαΐου έως και τα μέσα Ιουνίου οι επαγγελματίες υποβάλλοντας τις σχετικές αιτήσεις: Μέσω του προγράμματος «επιδότησης παγίων δαπανών» ο δικαιούχος, αντί να εισπράξει ένα χρηματικό ποσό, θα λάβει μία πίστωση με την οποία η επιχείρηση θα έχει τη δυνατότητα να καλύψει υποχρεώσεις, όπως φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος για το πρόγραμμα σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα θα ενεργοποιηθεί τέλη Μαΐου το πολύ αρχές Ιουνίου και θα παραμείνει «ανοιχτή» για διάστημα περίπου 15 ημερών. Αμέσως μετά, οι ενδιαφερόμενοι θα κληθούν να υποβάλουν τις φετινές φορολογικές δηλώσεις προκειμένου να αποτυπωθούν οι πάγιες δαπάνες της περσινής χρονιάς.
Η αίτηση θα υποβληθεί ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα «my business support» και επαγγελματίες που απασχολούν προσωπικό και υπέστησαν ζημιές το 2020 λόγω μεγάλης μείωσης εσόδων -άνω του 30% κατά τη διάρκεια της περσινής χρονιάς- θα κληθούν να εκδηλώσουν αρχικό ενδιαφέρον για τη συμμετοχή στο λεγόμενο πρόγραμμα «επιδότησης παγίων δαπανών». Με αυτή τη διπλή διαδικασία το υπουργείο Οικονομικών θα συλλέξει όλα τα στοιχεία -αριθμό ενδιαφερομένων που πληρούν τις προϋποθέσεις, αλλά και ύψος παγίων δαπανών- προκειμένου να εκδώσει την υπουργική απόφαση που θα καθορίζει το τελικό ποσοστό επιδότησης επί των παγίων δαπανών.
Ποιες επιχειρήσεις θα επιδοτηθούν με… κουπόνια
Η επιδότηση θα πραγματοποιηθεί μέσω της έκδοσης πιστωτικού, το οποίο θα χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή μελλοντικών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Δηλαδή, ο δικαιούχος, αντί να εισπράξει ένα χρηματικό ποσό, θα λάβει πίστωση με την οποία η επιχείρηση θα καλύπτει υποχρεώσεις, όπως ο φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές, κ.α. Μάλιστα, η επιχείρηση θα έχει το δικαίωμα να επιλέξει το ποσό της ενίσχυσης που θέλει να κατανείμει για την πληρωμή φορολογικών οφειλών και το ποσό που θέλει να χρησιμοποιήσει για την πληρωμή ασφαλιστικών οφειλών. Ουσιαστικά, μέσα από αυτό το πρόγραμμα «επιδότησης παγίων δαπανών», το δημόσιο έρχεται να καλύψει τη «διαφορά» ανάμεσα στα χρήματα που δαπάνησε για τα πάγια έξοδά της μια επιχείρηση το 2020 και τα ποσά των ενισχύσεων που έχει λάβει. Επιλέξιμες θα είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες:
- ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους
- απασχολούν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο με εξαρτημένη σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης
- έχουν υποβάλλει όλες τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ και τις δηλώσεις Ε3 για την περίοδο που υποχρεούνται
- παρουσιάζουν ζημιά προ φόρων τουλάχιστον 30% είτε σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδά τους, είτε σε σχέση με τα συνολικά έξοδά τους για το 2020
- παρουσιάζουν πτώση τζίρου τουλάχιστον 30% το 2020 σε σχέση με το 2019.
Τι θα ισχύσει για νεοσύστατες επιχειρήσεις
Ειδική πρόβλεψη, ωστόσο, θα υπάρχει για τις νέες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που απέκτησαν πρόσφατα υποκατάστημα, δίνοντας έμφαση στο κριτήριο της ζημιάς, και όχι σε αυτό της πτώσης τζίρου. Το ποσοστό της ενίσχυσης θα καθοριστεί όταν ολοκληρωθούν οι αιτήσεις των επιχειρήσεων και θα διαφοροποιείται με βάση την πτώση του τζίρου, καθώς θα είναι υψηλότερο για επιχειρήσεις που είχαν πτώση τζίρου άνω του 60%. Εφόσον οι επιχειρήσεις επιλέξουν να συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν κατά μέσο όρο τον αριθμό του προσωπικού που απασχολούν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, περίπου 30.000 με 50.000 επιχειρήσεις θα μοιραστούν το ποσό των 500 εκατ. ευρώ που έχει προϋπολογιστεί.
Ποιες υποχρεώσεις θα εξοφλούνται με τα «κουπόνια»
Η επιλογή να δοθούν… κουπόνια αντί για μετρητά δεν είναι τυχαία: Με αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται η ροή εσόδων στον κρατικό κορβανά με τον περιορισμό των δυνητικών νέων απλήρωτων φόρων και εισφορών. Έτσι, επιδοτείται ποσοστό των παγίων δαπανών επιχειρήσεων, που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020, και δεν έχουν καλυφθεί από τις ενισχύσεις που έχουν δοθεί έως σήμερα. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί για ακόμη μία φορά ότι από τα ποσά – «κουπόνια» που αναλογούν σε μια επιχείρηση θα αφαιρεθεί κάθε είδους ενίσχυση που έχει λάβει εν μέσω πανδημίας. . Τα πιστωτικά, θα έχουν ισχύ έως το τέλος του 2021 και μέσω αυτών οι επιχειρήσεις θα μπορούν να συμψηφίζουν φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις έως το τέλος του έτους, απελευθερώνοντας έτσι ρευστότητα. Επί της ουσίας θα πρόκειται για μια «αυτοματοποιημένη» διαδικασία: Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που θα γνωρίζει το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης που δικαιούται ο κάθε επαγγελματίας, θα πιστώνει αυτομάτως όχι τον τραπεζικό λογαριασμό της επιχείρησης, αλλά τον τραπεζικό λογαριασμό της εφορίας, είτε του ασφαλιστικού ταμείου.
Πώς υπολογίζεται το ύψος της ενίσχυσης
Όπως γενικότερα ισχύει στο Προσωρινό Πλαίσιο, η στήριξη δεν αφορά επιχειρήσεις που ήταν ήδη προβληματικές το 2019, με την εξαίρεση, όμως, των πολύ μικρών ή μικρών επιχειρήσεων. Το ποσό της στήριξης προσδιορίζεται ως ποσοστό επί της διαφοράς των παγίων δαπανών που κατέβαλε η επιχείρηση εντός του 2020 και των ενισχύσεων που έχει λάβει. Ειδικότερα, ως πάγιες δαπάνες θα υπολογίζονται οι δαπάνες που κατέβαλε το 2020 η επιχείρηση για:
- παροχές σε εργαζόμενους,
- ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων,
- ενέργεια,
- ύδρευση,
- τηλεπικοινωνίες,
- ενοίκια,
- λοιπά λειτουργικά έξοδα, και
- χρεωστικούς τόκους και συναφή έξοδα.
Είναι δαπάνες που αποτυπώνονται στο έντυπο Ε3.
Ανώτατα ποσά επιδότησης παγίων
Το ποσοστό της ενίσχυσης θα διαφοροποιείται με βάση την πτώση του τζίρου, καθώς θα είναι υψηλότερο για επιχειρήσεις που είχαν πτώση τζίρου άνω του 60%. Παράλληλα, θα υπάρχουν και ανώτατα όρια στο ύψος της ενίσχυσης, το οποίο:
– Δεν μπορεί να υπερβαίνει το 70% επί των ζημιών προ φόρων για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και το 90% για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
– Δεν μπορεί να υπερβαίνει την απώλεια τζίρου μεταξύ του 2020 και του 2019, με ειδική μέριμνα, όμως, για τις νέες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που άνοιξαν πρόσφατα υποκατάστημα.
– Δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,5 εκατ. ευρώ.
Οι δικαιούχοι θα υποχρεωθούν να διατηρήσουν κατά μέσο όρο τον αριθμό του προσωπικού που απασχολούν έως την 31η Δεκεμβρίου 2021.