Οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία αναμένεται να συρρικνωθούν 4,4% φέτος, στη βαθύτερη ύφεση από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όπως υπολογίζει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Το 2021 η ανάκαμψη θα είναι βραδεία, με ρυθμούς από 1,1% έως 3,3%, ενώ οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες και οι κίνδυνοι υψηλοί. Η βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και η προώθηση της καινοτομίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού θα είναι καθοριστικής σημασίας. Εξίσου σημαντικές, όμως, όπως υπογραμμίζει η Τράπεζα, είναι οι επενδύσεις στην ποιότητα της εκπαίδευσης και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
«Σε τόσο δύσκολες στιγμές, οι χώρες στην Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία πρέπει να κοιτάξουν πέραν των άμεσων κρίσεων και να προετοιμαστούν για την μετά πανδημίας ανθεκτική ανάκαμψη» τονίζει η Anna Bjerde, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας για την περιοχή. «Αυτό σημαίνει ότι οι ουσιαστικές και βιώσιμες επενδύσεις στην ποιοτική εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θα είναι εξαιρετικά σημαντικές» συμπληρώνει.
Σε όλες τις χώρες της περιοχής μία από τις ζοφερές συνέπειες της πανδημίας θα είναι η αύξηση της φτώχειας. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει ότι επιπλέον 6 εκατομμύρια άνθρωποι θα βρεθούν στη φτώχεια, δηλαδή με εισόδημα μικρότερο των 5,50 δολαρίων ημερησίως (που είναι το όριο της φτώχειας για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος). Οι επιπτώσεις στην εκπαίδευση είναι επίσης σοβαρές. Το κλείσιμο των σχολείων μειώνει από 1/3 του έτους έως ολόκληρο έτος τον μαθησιακό βίο των παιδιών της περιοχής, ενώ οξύνει τις ανισότητες, αφού επηρεάζει πολύ περισσότερο τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών. Οι επιπτώσεις αυτές μετακυλίονται και στην αγορά εργασίας, αφού η υψηλής ποιότητας εκπαίδευση είναι καθοριστική για να παραμείνει κάποιος ανταγωνιστικός στις σημερινές απαιτητικές συνθήκες εργασίας.