Εγκλημα χωρίς τιμωρία έμεινε η δολοφονία της 25χρονης Γαρυφαλλιάς Ζιάκα τον Απρίλιο του 1989 στο Πλέτενμπεργκ της Γερμανίας. Μαζί με τον δολοφόνο της Σπύρο Κώτση, ο οποίος συνελήφθη τυχαία ακριβώς 31 χρόνια μετά το έγκλημα και πέθανε τελικά πριν από λίγες μέρες, πέθαναν και οι ελπίδες της οικογένειάς της να τον δει να τιμωρείται, αλλά και να πάρει απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα με τα οποία έζησε ο άνδρας της και μεγάλωσαν τα δύο της κορίτσια.
«Ηθελα να τον δω να κάθεται στο εδώλιο. Να τιμωρείται γιατί μας στέρησε τη μάνα μας, γιατί ανέτρεψε τις ζωές μας, γιατί πάντα εγώ και η αδελφή μου ήμασταν “τα ορφανά”, αυτά που “τους σκότωσαν τη μάνα”», λέει στο «ΘΕΜΑ» η μικρότερη από τις δύο κόρες της Γαρυφαλλιάς, η Μαρία.
Η Γαρυφαλλιά, παιδί μεταναστών στη Γερμανία, είχε γνωρίσει στην εφηβεία της τον άνδρα της. Μόλις στα 16 της χρόνια είχε φέρει στον κόσμο την πρώτη της κόρη και έναν χρόνο αργότερα, τη Μαρία. Τα δύο κοριτσάκια ήταν 9 και 8 ετών όταν οι σφαίρες από το περίστροφο του Σπύρου Κώτση έκοψαν το νήμα της ζωής της 25χρονης μετανάστριας από τη Βρυσέλλα Φιλιατών.
Μάρτυρας στη δολοφονία μια φίλη της άτυχης γυναίκας, περιέγραψε όσα είχαν γίνει εκείνο το πρωινό του Απριλίου του 1989 στο Ντινγκερινγκχάουζερ, ένα χωριουδάκι λίγο έξω από το Πλέτενμπεργκ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όπου ζούσαν πολλοί Ελληνες μετανάστες, εργάτες σε εργοστάσια της περιοχής. Σε ένα πάρκινγκ, η Γαρυφαλλιά και η φίλη της συνάντησαν τον Σπύρο μετά την έκκλησή του να τον συναντήσει.
Η Γαρυφαλλιά ενστικτωδώς είχε αποφασίσει να μην πάει μόνη της, ίσως από τον φόβο και την πίεση που της ασκούσε ο 37χρονος άνδρας, παρότι είχε απορρίψει ευγενικά την ερωτική του πολιορκία – άλλωστε ζούσε ευτυχισμένη με τον άνδρα της και τα κοριτσάκια τους.
Η θέση στην οποία είχε περιέλθει ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη: ο 37χρονος, τότε, Σπύρος Κώτσης, με καταγωγή επίσης από την Ηπειρο, όπως πολλοί μετανάστες στο Πλέτενμπεργκ, ήταν φίλος του άνδρα της και εκείνη προσπαθούσε να λήξει το θέμα χωρίς να προκληθεί αναστάτωση. «Είχε έρθει στο σπίτι μας, είχαμε βγει οικογενειακά έξω, τον θυμάμαι και ας ήμουν οκτώ ετών», λέει η Μαρία.
Στη συνάντηση που είχαν του ξεκαθάρισε οριστικά ότι δεν θα ενέδιδε ποτέ. Η φίλη δεν άκουσε την κατάληξη του διαλόγου. Ακουσε όμως τους απανωτούς πυροβολισμούς την ώρα που η Γαρυφαλλιά είχε μόλις μπει στο Οpel Kadett που οδηγούσε. Εξι σφαίρες καρφώθηκαν στο κεφάλι και στον θώρακά της. Ο Κώτσης απάντησε με το όπλο στο «όχι» της νεαρής μητέρας.
Με τα όπλα, άλλωστε, ο βαρύς και οξύθυμος μετανάστης είχε λύσει κι άλλη φορά αυτό που θεωρούσε λογαριασμούς του: πέντε χρόνια πριν από τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς είχε καρφώσει 24 φορές ένα ψαλίδι στο σώμα του γαμπρού του, τραυματίζοντάς τον, επειδή τον είδε να πίνει καφέ με τη γυναίκα του και είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης γι’ αυτή την πράξη του.
Αμέσως μετά τη δολοφονία της 25χρονης μπήκε στην κόκκινη Mercedes του -μπροστά από την οποία πόζαρε περήφανος, αφού αυτό το κόκκινο γερμανικό αυτοκίνητο ήταν μια κάποια απόδειξη καταξίωσης για τον γκασταρμπάιτερ- και εξαφανίστηκε. Hξερε ότι έπρεπε να περάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα σύνορα για να αποφύγει τη σύλληψη και να βρει καταφύγιο για όσο περισσότερο χρόνο. Οδήγησε περίπου 700 χιλιόμετρα μέχρι το Κιφερσφέλντεν και από εκεί μπήκε στην Αυστρία με το πόδι συνεχώς στο γκάζι της κόκκινης Mercedes.
Τα αμείλικτα ερωτήματα
Οι γερμανικές αρχές πολύ γρήγορα άσκησαν δίωξη εναντίον του και εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης, ενώ ένας Γερμανός αστυνομικός πήρε την υπόθεση σχεδόν προσωπικά – εμφανίστηκε αναζητώντας τον δράστη και πληροφορίες για τον τόπο της διαφυγής του ακόμη και στην τηλεόραση.
Ο αστυνομικός Βίλφριντ Μπόκερ, σε αποστρατεία πια, ήταν από τους πρώτους που έμαθαν για τη σύλληψη του Κώτση στην Αμφιλοχία, στα τέλη του Απριλίου. Τον ενημέρωσε ο αδελφός της Γαρυφαλλιάς, Γρηγόρης, ο οποίος είχε με τη σειρά του ενημερωθεί για την απρόσμενη εξέλιξη από τις γερμανικές αρχές.
Τα ίχνη του Κώτση είχαν χαθεί κάπου στην Ιταλία και οι γερμανικές αρχές που εξέδωσαν και ευρωπαϊκό ένταλμα εκτιμούσαν ότι είχε διαφύγει και ζούσε στην Ιταλία ή στην Ελλάδα. Ωστόσο, το αίτημα για τη σύλληψή του παρέμενε κενό γράμμα επί 31 χρόνια.
«Είναι πολλά τα ερωτήματα που μας τρώνε: αποδείχθηκε ότι ο φονιάς της μάνας μου είχε έρθει στην Ελλάδα και ζούσε σαν κύριος – εμφανιζόταν ως πρώην μετανάστης στην Αυστραλία. Ζούσε στην Αμφιλοχία – δύο ώρες από τους Φιλιάτες που είναι θαμμένη η μάνα μου. Τι έρευνα έκανε όλα αυτά τα χρόνια η Ελληνική Αστυνομία; Τον αναζήτησε ποτέ ή το ένταλμα απλώς μπήκε στο σύστημα; Ποιοι τον βοηθούσαν όλα αυτά τα χρόνια; Δεν μπορεί να μην είχε βοήθεια και να έχει καταφέρει να ζήσει κάτω από τα ραντάρ των Αρχών όλη του τη ζωή», θα πει σήμερα η Μαρία, και θα προσθέσει:
«Θα ήθελα, για τη μνήμη της μάνας μου, να δικαζόταν, να έμπαινε στη φυλακή και ας πέθαινε έναν μήνα μετά. Να είχε “φύγει” τιμωρημένος. Ακόμα, ίσως και εμείς να είχαμε μάθει κάτι περισσότερο για όσα τόσα χρόνια αναρωτιόμαστε, για τα αν και τα γιατί με τα οποία ζούμε όλοι μας».
Η επιστροφή
Η δολοφονία της Γαρυφαλλιάς άλλαξε τη ζωή της οικογένειάς της σε όλα τα επίπεδα. Ο νεαρός εργάτης σύζυγός της βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη μόνος του, με δυο μικρά παιδιά που αναζητούσαν τη μητέρα τους. «Τη θυμόμαστε τη μάνα μας. Θυμόμαστε πολλά από εκείνη, ήμασταν αρκετά μεγάλες ώστε να έχουμε τη μνήμη της», λέει η Μαρία. Ο νεαρός πατέρας, μην έχοντας άλλη επιλογή, πήρε τα κοριτσάκια του και επέστρεψαν στην Ελλάδα, στους Φιλιάτες.
Τα κορίτσια μεγάλωσαν με τη βοήθεια των παππούδων και μιας θείας τους, ώσπου ο πατέρας και η μεγαλύτερη κόρη επέστρεψαν στην άλλη πατρίδα τους, τη Γερμανία. «Ηταν δύσκολα. Δεν ήταν μόνο ότι μας έλειπε η μάνα μας, ήταν ότι στον περίγυρο ήμασταν πάντα “τα ορφανά”, αυτά που “τους σκότωσαν τη μάνα”, δεν είναι εύκολο να μεγαλώνουν σε αυτό το κλίμα και με αυτή την τεράστια έλλειψη δύο παιδιά. Η μάνα μας μάς έλειψε και μας λείπει σε όλες τις στιγμές της ζωής μας. Περάσαμε στην εφηβεία χωρίς εκείνη, παντρεύτηκα χωρίς εκείνη δίπλα μου, γέννησα τα παιδιά μου, η αδελφή μου το ίδιο, πάντα με μια μεγάλη απουσία να σκιάζει τις χαρές μας και να μην υπάρχει η παρηγόρια και το χάδι της στα δύσκολα», λέει από ψυχής η Μαρία, η οποία είναι εγκατεστημένη στους Φιλιάτες με την οικογένειά της.
Η μεγαλύτερη αδελφή της ζει στη Στουτγκάρδη, όπου επί πολλά χρόνια είχε εγκατασταθεί και ο πατέρας των δύο κοριτσιών, πριν επιστρέψει εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα. «Για τον πατέρα μου, που έδωσε τα πάντα για μας, υπήρχε πάντα ένα επιπλέον βάρος: ο φονιάς ήταν φίλος του». Η σύλληψη του δράστη και η αποκάλυψη ότι ζούσε στην Αμφιλοχία προκάλεσε ανατριχίλα στην οικογένεια της Γαρυφαλλιάς για έναν επιπλέον λόγο: ο άνδρας του θύματος τα τελευταία χρόνια περνά αρκετό χρόνο στη συγκεκριμένη περιοχή. «Θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο», λέει η Μαρία.
Η σύλληψη
Ο Κώτσης συνελήφθη τυχαία στα τέλη του Απριλίου, στην Αμφιλοχία. Τότε υπέστη επιληπτική κρίση. Οπως διαπιστώθηκε, είχε πέσει, είχε χτυπήσει στο κεφάλι του και είχε προκληθεί αιμάτωμα. Ενας γείτονάς του ειδοποίησε τότε την Αστυνομία και το ΕΚΑΒ. Ο Κώτσης είχε την παλιά ταυτότητα με τα στοιχεία του. Μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας της Αμφιλοχίας και ακολούθως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του στο Νοσοκομείο του Αγρινίου, όπου και διασωληνώθηκε.
Οι αστυνομικοί αναζήτησαν συγγενείς του και όταν έβαλαν τα στοιχεία του στο ηλεκτρονικό σύστημα, εμφανίστηκε το ένταλμα των γερμανικών αρχών για τον φόνο. Η Αστυνομία ειδοποίησε τις γερμανικές αρχές και εκείνες κίνησαν τη διαδικασία για να εκδοθεί και να δικαστεί. Αλλωστε το έγκλημα από τη στιγμή που είχε ασκηθεί δίωξη σε βάρος του δράστη δεν θα μπορούσε να είχε παραγραφεί. Η νοσηλεία του, ωστόσο, καθυστέρησε την έκδοση, ώσπου ο άνθρωπος που επί 31 χρόνια ζούσε ατιμώρητος με τις όποιες προσωπικές του Ερινύες για την αφαίρεση μιας ζωής, κατέληξε.
Η οικογένεια της Γαρυφαλλιάς δεν ενημερώθηκε ποτέ από τις ελληνικές αρχές για τη σύλληψη του δολοφόνου – κι ας ήταν αυτό που περίμενε επί 31 χρόνια, όχι μόνο για να τον δει να τιμωρείται, αλλά και για να πάρει απαντήσεις. «Ηθελα να τον δω να δικάζεται. Αλλά ήθελα να μάθω όλα όσα έγιναν εκείνη τη μέρα που η μάνα μου κατέληξε δολοφονημένη. Τι έγινε ακριβώς. Ποιες ήταν οι τελευταίες της κουβέντες. Ηθελα να μάθω πώς κατάφερε να ζει σαν κύριος ενώ είχε σκοτώσει άνθρωπο», λέει με ένταση η κόρη του θύματος. Για τη Μαρία ο θάνατος του Σπύρου Κώτση δεν κλείνει τη μεγάλη πληγή στη ζωή της οικογένειάς της, αφού εκείνος δεν τιμωρήθηκε και εκείνη και η αδελφή της δεν μπορούν πλέον να πάρουν τις απαντήσεις που ζητούσαν επί τρεις και πλέον δεκαετίες.