Advertisements

Από 403 έως 1.914 ευρώ με 15 έως 42 έτη ασφάλισης για τη συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων. Τι ποσό δικαιούστε να λάβετε όταν ολοκληρώσετε τον εργασιακό σας βίο, ανάλογα με τα έτη και τον μέσο όρο των αποδοχών.

Νάσος Χατζητσάκος

Advertisements

Κύριες συντάξεις γήρατος από 403 έως 1.914 ευρώ τον μήνα θα δικαιωθούν, ανάλογα με το σύνολο των ετών ασφάλισης και τον μέσο όρο των αποδοχών που είχαν ως εργαζόμενοι από το 2002 και μετά, όσοι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και υπάλληλοι του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπέβαλαν από τις 29 Φεβρουαρίου του 2020 και μετά, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ασφαλιστικός νόμος 4670/2020 (νόμος Βρούτση) ή θα υποβάλουν, είτε στο προσεχές είτε στο απώτερο μέλλον, αίτηση συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ.

«Ταβάνι» για τις κύριες συντάξεις, με βάση τον τελευταίο ασφαλιστικό νόμο, αποτελούν τα 3.315,65 ευρώ. Ωστόσο, τέτοιου ύψους ποσά, με την ολοκλήρωση της επαγγελματικής τους πορείας, θα δικαιωθούν μόνο όσοι και όσες είχαν μέσο όρο αποδοχών από 6.500 ευρώ και πάνω (άρα απειροελάχιστοι σε σχέση με το σύνολο των ασφαλισμένων των οποίων τα μηνιάτικα, μεσοσταθμικά, κυμαίνονται περίπου στα 1.000 ευρώ, μεικτά).

Οπως προκύπτει από τους αναλυτικούς πίνακες που παρουσιάζει αποκλειστικά η «κυριακάτικη δημοκρατία», συγκριτικά με τους υπόλοιπους και πάντα σε σχέση με τον μέσο όρο των αμοιβών από την εργασία τους, πιο ωφελημένοι όταν βγουν στη σύνταξη είναι όσοι είχαν χαμηλά, μεσοσταθμικά, επίσημες απολαβές και πάνω από 19 έτη ασφάλισης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι μηνιαίες κύριες συντάξεις για μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών 500 ευρώ από το 2002 και μετά αρχίζουν από τα 451,17 ευρώ, με 19 έτη ασφάλισης, και φτάνουν για μέσο όρο αποδοχών 700 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης στα 734,07 ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι για αυτές τις κατηγορίες (με μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών από 500 έως 700 ευρώ και με 19 έως 42 έτη ασφάλισης) ένα σημαντικό ποσοστό θα δικαιωθεί κύρια σύνταξη μεγαλύτερη από τις μέσες απολαβές που είχε ως εργαζόμενος από το 2002 και μετά. Το δεδομένο αυτό ισχύει για όλες τις συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει αιτημάτων που υποβλήθηκαν από τις 13 Μαΐου του 2002 και μετά (ημέρα έναρξης του ασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου) με τα ποσοστά αναπλήρωσης τα οποία καθιερώθηκαν από τότε και τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν και με τον νόμο Βρούτση.

Λιγότερο, αναλογικά, όφελος έχουν όσοι έχουν ή είχαν μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών κυρίως από 1.100 ευρώ και πάνω (αποτελεί περίπου τον μέσο όρο των μεικτών μηνιαίων αμοιβών) ακόμη και μετά τις αναπροσαρμογές – μικρές αυξήσεις που έγιναν στα ποσοστά αναπλήρωσης με τον νόμο 4670/2020, σε εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον νόμο Κατρούγκαλου (έκριναν αντισυνταγματικά τα όρια που είχαν καθιερωθεί από τον Μάιο 2016 και μετά για όσους είχαν πολλά έτη ασφάλισης). Για αυτές τις κατηγορίες «νέων» συνταξιούχων (όσων συνταξιοδοτήθηκαν με βάση τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου και των οποίων οι συντάξεις θα αναπροσαρμοστούν στα δεδομένα του τελευταίου ασφαλιστικού νόμου από τον Σεπτέμβριο και έναν μήνα μετά θα λάβουν τα αναδρομικά που δικαιούνται, από τον Οκτώβριο του 2019 και μετά), καθώς και για όσους έχουν ή θα αιτηθούν από εδώ και στο εξής, με τον νόμο Βρούτση, να λάβουν κύρια σύνταξη, τα ποσά που θα λάβουν έχουν μεγαλύτερη «απόσταση» από τις μέσες αποδοχές που εισέπρατταν ως εργαζόμενοι.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μισθωτός με μέσο όρο αποδοχών τα 1.100 ευρώ τον μήνα ως εργαζόμενος και με συμπληρωμένα 30 έτη ασφάλισης θα λάβει κύρια σύνταξη 674,07 ευρώ. Για να «πιάσει» τα 794,41 ευρώ θα πρέπει να «κλείσει» 35 έτη ασφάλισης και για να πάρει 934,11 ευρώ θα πρέπει να συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης.

Αντίστοιχα, εργαζόμενος με μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών τα 1.500 ευρώ, με 35 έτη ασφάλισης, θα πάρει κύρια σύνταξη 943,65 ευρώ. Η «ψαλίδα» ανοίγει όταν ανοίγει και ο μέσος όρος των αποδοχών. Εάν ο ίδιος εργαζόμενος είχε μέσο όρο ασφαλιστέων αμοιβών τα 2.000 ευρώ, με 35ετία θα πάρει κύρια σύνταξη 1.130,2 ευρώ. Με μέσο όρο αποδοχών 2.500 ευρώ και τα ίδια έτη ασφάλισης η κύρια σύνταξη ανέρχεται στα 1.315,7 ευρώ και με μ.ο. 3.000 ευρώ διαμορφώνεται στα 1.503,3 ευρώ.

Η «ψαλίδα», συγκριτικά με ό,τι ίσχυε με τον νόμο Κατρούγκαλου, «κλείνει» λίγο με τον τελευταίο ασφαλιστικό νόμο για όσους έχουν από 38 έτη ασφάλισης και πάνω. Φυσικά, ο στόχος ενός τόσου μεγάλου αριθμού ετών ασφάλισης καθώς και ενός υψηλού μέσου όρου αποδοχών, ειδικά από το πέρασμα στην εποχή των Μνημονίων αλλά και στη συνέχεια, με τις επιπτώσεις από τα διεθνή και εγχώρια μέτρα κατά του κορονοϊού να φέρνουν την κοινωνία αντιμέτωπη με ακόμη ένα μεγάλο «κύμα» ανεργίας, φαντάζει άπιαστος για την πλειονότητα των μισθωτών.

Πώς θα υπολογίζεται η κύρια γήρατος

Κάθε κύρια σύνταξη γήρατος αποτελείται από δύο κομμάτια: α) Την εθνική σύνταξη, που κυμαίνεται από 345,60 μέχρι 376,32 ευρώ για περίοδο ασφάλισης από 15 έως 19 έτη και στα 384 ευρώ για όσους έχουν από 20 έως 42 έτη ασφάλισης και β) από την ανταποδοτική σύνταξη.

Το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης καθορίζεται από τις συντάξιμες αποδοχές/εισόδημα επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές, από τον χρόνο ασφάλισης και από τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης επί των συντάξιμων αποδοχών.

Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου στο σύνολο του ασφαλιστικού βίου του. Ειδικά για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβλήθηκαν από τις 13 Μαΐου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 οι συντάξιμες αποδοχές καθορίζονται από τον μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών της χρονικής περιόδου από το 2002 μέχρι και την ημέρα που προηγείται της ημερομηνίας κατάθεσης του συνταξιοδοτικού αιτήματος. Για τις αιτήσεις που έχουν καταβληθεί από την 1 Ιανουαρίου 2017 και μετά -και για κάθε επόμενο έτος- αυτή η χρονική περίοδος αναφοράς αυξάνεται κατά έναν χρόνο. Ο μέρος όρος των μηνιαίων αποδοχών προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών (από το 2002 και μετά) διά του συνολικού χρόνου ασφάλισης.

Δείτε ΕΔΩ Πίνακας Συντάξεων και ΕΔΩ τους Πίνακας Συντάξεων 1 τους αναλυτικούς πίνακες

πηγη

Advertisements