Ζευγάρι καθηγητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) απολύθηκε οριστικά, καθώς μετά από παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διαπιστώθηκε ότι καταχράστηκαν 352.555 ευρώ από τα ευρωπαϊκά κονδύλια έρευνας και το ποσό αυτό, το διέθεσαν για την αγορά αυτοκινήτων, οικιακού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, επισκέψεις σε κέντρα ομορφιάς, εξόφληση φόρων, λογαριασμών κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, κατέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού των ΑΕΙ, με την οποία παύθηκαν οριστικά από τα πανεπιστημιακά τους καθήκοντα και τέθηκαν εκτός του ΑΠΘ.
Σε βάρος του ζεύγους στην Ποινική Δικαιοσύνη εκκρεμεί βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης για κακουργηματική υπεξαίρεση, σε βάρος των συμφερόντων της Ε.Ε., χρηματικού ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (352.555,65 ευρώ), κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών, καθώς το ποσό υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, «ποσό το οποίο τους το είχαν εμπιστευτεί λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας».
Μετά από καταγγελίες στην OLAF για παρατυπίες στο πλαίσιο της διαχείρισης των χρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. έργων του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επικεφαλής Αρχιτεκτονικών Σχολών (ENHSA) διενεργήθηκε έλεγχος από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Εκπαίδευσης Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA) και την OLAF. Στην συνέχεια συντάχθηκε έκθεση, η οποία απεστάλη και στον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με όλα τα ευρήματα των ερευνών, το ζεύγος των πανεπιστημιακών διδασκάλων, με την ιδιότητά τους ως αναπληρωτές καθηγητές Τμήματος Σχολής του ΑΠΘ, είχαν οριστεί ο σύζυγος συντονιστής του προγράμματος ENHSA II και η γυναίκα του συντονίστρια του προγράμματος ENHSA III.
Τα προγράμματα αυτά, που χρηματοδοτούνταν από πιστώσεις του προϋπολογισμού της Ε.Ε., προέβλεπαν συνέδρια, έρευνες, μελέτες, δημοσιεύσεις και διακίνηση πληροφοριών σχετικών με την εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων στις χώρες της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε., μέσω του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) του ΑΠΘ μετέφερε σταδιακά προκαταβολές στους κοινούς λογαριασμούς του ζεύγους που τηρούσαν στην Τράπεζα Πειραιώς. Με τα κονδύλια αυτά το ζεύγος θα κάλυπτε τα έξοδα των συνεδρίων, της αποζημίωσης των συμμετεχόντων σε αυτά για έξοδα μετακίνησης, διαμονής, διαβίωσης κ.λπ. και θα απέδιδε λογαριασμό μαζί με τα σχετικά παραστατικά (δικαιολογητικά έγγραφα για τα έξοδα).
Κάποια στιγμή, από τον Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επικεφαλής Αρχιτεκτονικών Σχολών κατατέθηκε στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που είχε το ζεύγος στη Eurobank τα ποσά των 337.355 και 580.855 ευρώ τα οποία αντιστοιχούσαν στα τέλη συμμετοχής που κατέβαλαν οι συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις των έργων ENHSA II και ENHSA III.
Ωστόσο, από τα χρήματα αυτά, όπως αναφέρει η πειθαρχική απόφαση, αντί να πληρωθούν οι δαπάνες των συνεδρίων και άλλων εκδηλώσεων, το ζεύγος δαπάνησε 99.035,65 ευρώ για να καλύψει «προσωπικές τους δαπάνες ή δαπάνες συγγενικών τους προσώπων όπως έξοδα κατοικίας, μεταφορές σε τραπεζικούς λογαριασμούς οικείων προσώπων, εξόφληση λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ασφαλιστικών δαπανών, φόρου οχημάτων, φόρου εισοδήματος και λοιπών φόρων, δαπανών τέκνων, αγορά αυτοκινήτων, εξόφληση πιστωτικών καρτών για αγορά οικιακού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, νοσοκομειακής περίθαλψης, υπηρεσιών ομορφιάς και εξόδων ασφάλισης».
Παράλληλα, παρακράτησαν «ως δικό τους το ποσό των 53.520 ευρώ, χωρίς να το αποδώσουν, όπως όφειλαν, στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Κατόπιν αυτών, παραπέμφθηκαν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών ΔΕΠ τόσο για την κατάχρηση του ποσού των 352.555 ευρώ από τα ευρωπαϊκά κονδύλια όσο και για: 1) παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα, 2) απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος των ιδίων ή τρίτων προσώπων και αναξιοπρεπή ή ανάρμοστη ή ανάξια για πανεπιστημιακό λειτουργό συμπεριφορά.
Ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που απαρτίζεται από δικαστές του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου και Ελεγκτικού Συνεδρίου αλλά και πρυτάνεις, το ζεύγος υποστήριξε ότι τα χρήματα που δαπάνησαν για προσωπική χρήση τους και συγγενών τους δεν προέρχονται από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, αλλά από προσωπικές αποταμιεύσεις, αποζημιώσεις που έλαβαν για συμμετοχή τους σε έργα ή προγράμματα της Ε.Ε. κ.λπ.
Σύμφωνα όμως με τους πειθαρχικούς δικαστές (με πρόεδρο τον πρόεδρο του ΣτΕ Αθανάσιο Ράντο), τα στοιχεία που προσκόμισε το ζεύγος είναι γενικά και αόριστα, χωρίς πλήρη αριθμητική αντιστοίχιση με τα ελλείποντα ποσά και κατέληξαν ότι τα στοιχεία αυτά δεν κρίνονται επαρκή και ικανά να ανατρέψουν τα τεκμηριωμένα πορίσματα του ελέγχου της OLAF και του αρμόδιου οικονομικού πραγματογνώμονα, «από τα οποία προκύπτει τέλεση των αποδιδόμενων πράξεων» στο ζεύγος των καθηγητών.
Τελικά, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη του «το μέγεθος της ζημίας που προκάλεσαν στην περιουσία της Ε.Ε. αλλά και στο κύρος και την αξιοπρέπεια του ΑΠΘ και των πανεπιστημιακών λειτουργών του», έκρινε ότι η προσήκουσα και ανάλογη ποινή είναι αυτή της οριστικής παύσης.