Μεγαλύτερα ποσά θα εισπράξουν όσοι αποχώρησαν με 35 έως 40 έτη
Η καθυστέρηση στην καταβολή των αναδρομικών ξεπέρασε τον ένα χρόνο, με αποτέλεσμα το πιθανότερο σενάριο να είναι να καταβληθούν τον Ιούνιο.
Προηγείται ο επανυπολογισμός
Για να καταβληθούν οι αυξήσεις και τα αναδρομικά χρειάζεται επανυπολογισμός των συντάξεων. Η διαδικασία που ξεκινά από τον ΕΦΚΑ προϋποθέτει νέο επανυπολογισμό όλων των συντάξεων που έχουν εκδοθεί με χρόνο ασφάλισης πάνω από τα 30 έτη, προκειμένου μέσα από αυτόν τον επανυπολογισμό να καθοριστούν τα νέα ποσά της ανταποδοτικής σύνταξης.
Ποιοι είναι οι δικαιούχοι
α. Νέοι συνταξιούχοι (μετά το 2019): δηλαδή με αίτηση από 1ης/10/2019 και μετά
β. Παλαιοί συνταξιούχοι (πριν από το 2016): Ανάλογα με το ύψος της προσωπικής τους διαφοράς και τα έτη ασφάλισης μπορεί να εξουδετερώσουν την προσωπική διαφορά και να λάβουν οι συνταξιούχοι και αύξηση, η οποία όμως θα σπάσει σε 5 ετήσιες δόσεις από το 2020 έως και το 2024
Ποιοι θα έχουν αυξήσεις στο καθαρό ποσό
- Παλαιοί συνταξιούχοι (αποχώρηση πριν από τις 12 Μαΐου 2016) με μικρή θετική προσωπική διαφορά
- Παλαιοί συνταξιούχοι με αύξηση από 1ης/1/2019 (αρνητική προσωπική διαφορά)
Για να εισπραχθεί η αύξηση θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το ποσό της προσωπικής διαφοράς. Για παράδειγμα, αν ένας παλαιός πριν από τον Μάιο του 2016 συνταξιούχος έχει προσωπική διαφορά 80 ευρώ και η σύνταξη επανυπολογιστεί με αύξηση 150 ευρώ, το καθαρό ποσό το οποίο θα εισπράξει θα είναι 70 ευρώ, γιατί τα άλλα 80 ευρώ θα «ισοφαρίσουν» την προσωπική διαφορά.
γ. Νέοι συνταξιούχοι με προσωπική διαφορά: Συνταξιούχοι μετά τον νόμο Κατρούγκαλου (2016) με 30 έτη ασφάλισης και άνω και με προσωπική διαφορά θα έχουν και επανυπολογισμό σύνταξης με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου 4670/2020, αλλά και επανυπολογισμό προσωπικής διαφοράς εφόσον συνεχίζουν να έχουν μείωση άνω του 20% σε σχέση με το παλιό σύστημα
Αυτά είναι τα ποσά
- Τις μεγαλύτερες αυξήσεις θα πάρουν όσοι αποχώρησαν με 35 έως 40 έτη ασφάλισης, ενώ μικρότερες θα είναι για όσους έχουν από 30 έως 35 έτη
- Αυξήσεις προκύπτουν και από τα 40 έως τα 45 έτη, αλλά ο ρυθμός αύξησης βαίνει μειούμενος όσο ανεβαίνουν τα χρόνια