Πάνω από 60.000 θέσεις εργασίας χάνονταν κάθε μήνα από τον χάρτη της ελληνικής αγοράς το τρίμηνο Απρίλιος – Ιούνιος όταν το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορονοιού ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Από την στιγμή της εμφάνισης του πρώτου κρούσματος μέχρι το δειλό άνοιγμα της τουριστικής σεζόν οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 188.537 άτομα, καθώς τον Μάρτιο ήταν 648.100 και τον Ιούνιο έφτασαν τους 836.637. Την ίδια περίοδο, η ανεργία αυξήθηκε σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς από το 14,3% του περασμένου Μαρτίου, η ανεργία έφτασε τον Απρίλιο στο 15,8%, τον Μάιο στο 17,3% και τον Ιούνιο σκαρφάλωσε στο 18,3%.
Οι τρεις μήνες των πρώτων κρουσμάτων, του lockdown και της σταδιακής επαναφοράς σε μια νέα κανονικότητα αποδείχθηκαν αρκετοί για να στείλουν τα μεγέθη της ανεργίας ενάμιση χρόνο πίσω, στα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2019, όταν η ανεργία ήταν στο 18,4% και οι άνεργοι έφταναν τους 827.700.
Τα τελευταία επτά χρόνια και ειδικότερα από τον Ιούλιο του 2013 – όταν η ανεργία χτύπησε αρνητικό ρεκόρ με ποσοστό 27,9% και 1,34 εκατομμύρια ανέργους – η αποκλιμάκωση ήταν αργή αλλά σταθερή και αδιάκοπη. Η κρίση του κορονοιού αντέστρεψε αυτή την εικόνα στέλνοντας εκ νέου την ανεργία σε ανοδική τροχιά. Ο περασμένος Ιούνιος ήταν ο τρίτος συνεχόμενος μήνας εντός του οποίου η ανεργία αυξήθηκε. Η ανοδική πορεία ξεκίνησε τον Απρίλιο, αμέσως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και συνεχίζεται αδιάκοπη.
Τα μέτρα που ελήφθησαν και ειδικά αυτό της αναστολής συμβάσεων εργασίας έχουν μετριάσει το φαινόμενο, καθώς οι εργαζόμενοι σε αναστολή δεν προσμετρώνται στον πληθυσμό των ανέργων. Με βάση τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) για την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού στα Κράτη- Μέλη, λόγω της πανδημίας COVID-19, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή αν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Κι ενώ η τουριστική περίοδος του Ιουλίου και του Αυγούστου αναμένεται να διασώσει κάπως την «παρτίδα» του καλοκαιριού, με τις όποιες εποχικές προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν φέτος, όλα τα βλέμματα στρέφονται στο φθινόπωρο που μόλις ξεκίνησε. Ειδικότερα, τον περασμένο Ιούλιο το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης του συστήματος «Εργάνη» ήταν θετικό καθώς δημιουργήθηκαν 67.911 νέες θέσεις εργασίας, λόγω του καθυστερημένου «ανοίγματος» του τουρισμού. Καθώς όμως η μικρότερη και πλέον ιδιόμορφη σεζόν των τελευταίων ετών ολοκληρώνεται, η αγωνία μεγαλώνει για τον όγκο που θα λάβουν τα ποσοστά της ανεργίας από τον Σεπτέμβριο.
Τα δυο στοιχήματα του φθινοπώρου
Ρόλο στην εξέλιξη του φαινομένου αναμένεται να παίξει και η συμπεριφορά του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού, που αυξήθηκε σημαντικά κατά την διάρκεια των πρώτων μηνών της πανδημίας, καθώς πολλοί δήλωναν πως δεν αναζητούν ενεργά εργασία και δεν είναι διαθέσιμοι να αναλάβουν άμεσα δουλειά. Ενδεικτικό είναι πως ο πληθυσμός του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού, που τα τελευταία 4 χρόνια κινείται σταθερά κοντά στα 3,2 εκατομμύρια, αυξήθηκε τους μήνες του πρώτου κύματος της πανδημίας κατά περίπου 100.000 άτομα φτάνοντας τα 3,385 εκατομμύρια τον Μάιο.
Ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθεί αυτός ο πληθυσμός είναι το ένα στοίχημα για τα μεγέθη της ανεργίας τους επόμενους μήνες. Το δεύτερο στοίχημα είναι η περιφρούρηση των υπαρχόντων θέσεων εργασίας και η δημιουργία νέων. Οι απασχολούμενοι, πάντως, μειώθηκαν τον Ιούνιο του 2020 κατά 174.217 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (μείωση 4,4%) και αυξήθηκαν κατά 11.640 συγκριτικά με τον Μάιο του 2020 (αύξηση 0,3%). Οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 27.091 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (αύξηση 3,3%) και κατά 58.146 σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (αύξηση 7,5%). Αντίστοιχα, οι οικονομικά μη ενεργοί, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, αυξήθηκαν κατά 108.669 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (αύξηση 3,4%) και μειώθηκαν κατά 72.265 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (μείωση 2,1%).
Στις γυναίκες η ανεργία είναι αισθητά υψηλότερη (21,1%), σε σχέση με τους άνδρες (16,1%), ενώ η αύξηση της ανεργίας δεν κάνει διακρίσεις σε ηλικίες.
Ειδικά στην κατηγορία των νέων (15-24 ετών), η ανεργία σκαρφάλωσε εκ νέου, στο 39,3%, από 34,4% που είχε υποχωρήσει το 2019. Στις ηλικίες 25-34 ετών, η αύξηση είναι μικρότερη, είναι όμως πολύ πιο αισθητή στην κατηγορία 35-44 ετών, που θεωρείται η πιο παραγωγική.
Δεν είναι τυχαίο πως το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας του περασμένου Ιουνίου ανιχνεύεται στο Αιγαίο και είναι της τάξης του 28,6% σημαντικά αυξημένο συγκριτικά με το 13,8% το 2019. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην καθυστερημένη έναρξη της σεζόν και στο ότι οι περισσότερες προσλήψεις εποχικού χαρακτήρα πραγματοποιήθηκαν φέτος από Ιούλιο.
Καμπανάκι κινδύνου από τη ΓΣΕΕ
Καμπανάκι κινδύνου χτυπά και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ καθώς στο μηνιαίο οικονομικό του δελτίο, στέκεται και στον περιορισμό του χρόνου απασχόλησης όσων παραμένουν εντός της αγοράς εργασίας, εξαιτίας της στροφής στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και των μέτρων αναστολής.
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ μεταφέρει την κρίση του ΟΟΣΑ που εκτίμησε πως η επίπτωση της κρίσης πανδημίας στη μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι 10 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην κρίση του 2007-2008. Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ καταλήγει πως οι εξελίξεις αυτές θα έχουν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος.
«Δεδομένης της μακροοικονομικής δομής της οικονομίας, η επιβράδυνση της ύφεσης και η ταχεία ανάκαμψη της μεγέθυνσης θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της καταναλωτικής δαπάνης και την επίδραση που αυτή έχει στις επενδυτικές προσδοκίες», επισημαίνουν οι επιστημονικοί υπεύθυνοι του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Και συνεχίζουν : «Νέοι περιορισμοί της προσφοράς, η υγειονομική αβεβαιότητα και η μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος θα προσδιορίσουν τη συμπεριφορά της κατανάλωσης. Δεδομένου ότι ένα νέο γενικό lockdown δεν είναι πιθανό, η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος θα καθοριστεί από τη μεταβολή της απασχόλησης και την αμοιβή της, καθώς και από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας τους αμέσως επόμενους μήνες θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη χρονική έκταση και την ένταση της ύφεσης αλλά και την επιστροφή στην ανάκαμψη. Η άποψή μας είναι ότι η προαναφερόμενη παραδοχή πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό πυλώνα στον σχεδιασμό των νέων παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής».