Η έρευνα του ΙΟΒΕ καταδεικνύει την δυσκολία των ελληνικών νοικοκυριών να τα βγάλουν πέρα.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νέα έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, για τον μήνα Απρίλιο, επτά στους δέκα Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα». Συγκεκριμένα το ποσοστό των Ελλήνων που «μόλις τα βγάζει πέρα» αυξήθηκε στο 70%, από 67% τον Μάρτιο.
Αναλυτικά, όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΟΒΕ:
ΒΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ
Ανάκαμψη του οικονομικού κλίματος
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος επανέρχεται τον Απρίλιο σε ανοδική τροχιά, συνεχίζοντας τη γενική θετική τάση των προηγούμενων μηνών, μετά την έντονη υποχώρησή του τον προηγούμενο μήνα, και διαμορφώνεται στις 103,6 μονάδες από 99,8 τον Μάρτιο (και 104,3 τον Φεβρουάριο). Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της ανόδου των επιμέρους δεικτών σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς της οικονομίας, πλην των Κατασκευών, αλλά και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη. Η τάση που πλέον διαμορφώνεται κατά τους τελευταίους πολλούς μήνες είναι συνεπής με το ρυθμό ανάπτυξης που διαγράφεται στην οικονομία, η οποία ανακάμπτει σταδιακά ακολουθώντας και την ισχυρή ανάπτυξη στο διεθνές περιβάλλον. Σε κάποιο βαθμό, η βελτίωση του δείκτη τον Απρίλιο πρέπει επίσης να αποδοθεί και σε εποχικούς παράγοντες και την εκκίνηση της τουριστικής περιόδου, όπου διαφαίνεται ισχυρή άνοδος της ζήτησης από το εξωτερικό, με θετικές επενέργειες στην απασχόληση και την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα. Επίσης, η αναμενόμενη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης και του προγράμματος, παρά τις σημαντικές αβεβαιότητες που παραμένουν, δημιουργεί την προσδοκία ότι η οικονομία θα κινηθεί ανοδικά σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Η εξέλιξη, όμως, των προσδοκιών τους επόμενους μήνες θα εξαρτηθεί κατά κρίσιμο τρόπο από τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν για την πορεία της ίδιας της οικονομίας εκτός του προγράμματος. Εάν, δηλαδή, θα μπορεί να δημιουργηθεί μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική ή εάν η οικονομία θα κινηθεί αδύναμα μέσα σε κινδύνους.
Αναλυτικότερα:
– στη Βιομηχανία, το ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και τη ζήτηση παραμένει αμετάβλητο, ενώ το ισοζύγιο στις εκτιμήσεις για τα αποθέματα αποκλιμακώνεται, με τις προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες να χάνουν έδαφος, αλλά ήπια
– στις Κατασκευές, οι προβλέψεις για το πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων κινούνται θετικά, αλλά εκείνες για την απασχόληση επιδεινώνονται
– στο Λιανικό Εμπόριο, οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις βελτιώνονται σημαντικά, ενώ οι θετικές προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή τους ενισχύονται περαιτέρω, με τον δείκτη εκτιμήσεων για το ύψος των αποθεμάτων να αποκλιμακώνεται
– στις Υπηρεσίες, οι θετικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων, όπως και εκείνες για την τρέχουσα ζήτηση χάνουν έδαφος, με τις προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή της να βελτιώνονται οριακά
– στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, οι αντίστοιχες για την οικονομική κατάσταση της χώρας και η πρόθεση για αποταμίευση βελτιώνονται αισθητά, ενώ στις προβλέψεις για την πορεία της ανεργίας καταγράφεται οριακή βελτίωση
Καταναλωτική εμπιστοσύνη
Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης διαμορφώθηκε τον Απρίλιο υψηλότερα σε σύγκριση με τον Μάρτιο, στις -48,8 (από -52,8) μονάδες, στην υψηλότερη επίδοση της τελευταίας τριετίας και αισθητά υψηλότερο έναντι του αντίστοιχου περυσινού (-72,2 μονάδες). Το γεγονός ότι για ακόμα έναν μήνα δεν σημειώθηκαν σημαντικές πολιτικοοικονομικές εξελίξεις π.χ. σχετικά με την τέταρτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και τα μέτρα για το δημόσιο χρέος, θεωρείται ότι αποτελεί τη βασική αιτία της ενίσχυσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Ενδεχομένως η αύξηση του δείκτη τον Απρίλιο να οφείλεται εν μέρει σε εποχικούς παράγοντες, όπως η εκκίνηση της τουριστικής περιόδου, με τις θετικές επενέργειές της στην απασχόληση και την οικονομική δραστηριότητα. Άλλωστε, ο σχετικός κλαδικός δείκτης προσδοκιών αυξήθηκε σημαντικά, όπως παρουσιάστηκε προηγουμένως στο τρέχον δελτίο. Οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν για άλλον ένα μήνα οι πλέον απαισιόδοξοι στην ΕΕ, ενώ ακολουθούν αυτοί από τη Βουλγαρία (-22,9 από -22,2), τη Ρουμανία (-23,2 από -24,5), την Κροατία (-11 από -12,3) και το Ην. Βασίλειο (-8,3 από -7,9). Ο μέσος δείκτης στην ΕΕ διαμορφώθηκε στις -0,8 (από -0,3) μονάδες και στην Ευρωζώνη στις +0,4 (από +0,1) μονάδες. Ανοδική τάση σημειώνεται τον Μάρτιο σε 13 (από 10 τον Μάρτιο) χώρες, ενώ θετικό πρόσημο διατηρούν 15 χώρες: οι σκανδιναβικές (Δανία, Σουηδία, Φινλανδία), το Λουξεμβούργο, η Τσεχία, η Γερμανία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Πολωνία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία και το Βέλγιο.
Αναλυτικά:
Σημαντική βελτίωση στις προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών
Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους τους προσεχείς 12 μήνες βελτιώνονται τον Απρίλιο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -45,8 (από -50,7) μονάδες. Το 57% (από 61%) των νοικοκυριών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 5% (από 4%) προβλέπει εκ νέου μικρή βελτίωση. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώνονται στις +0,8 και -0,2 μονάδες αντίστοιχα.
Ανάκαμψη και στις προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας
Ο δείκτης των προβλέψεων των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους το προσεχές 12-μηνο βελτιώθηκε τον Απρίλιο και διαμορφώθηκε στις -44,4 (από -51,5) μονάδες. Το 59% (από 63%) των καταναλωτών προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, έναντι του 10% (από 7%) το οποίο αναμένει ελαφρά βελτίωση. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις -4 και +1,6 μονάδες.
Βελτίωση στην πρόθεση για αποταμίευση
Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες ανέρχεται τον Απρίλιο στις – 72,8 (από -76,3) μονάδες. Το 72% (από 73%) των νοικοκυριών δεν θεωρεί καθόλου πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 11% (από 10%) τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Οι σχετικοί δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +1,1 και -2,2 μονάδες αντίστοιχα.
Οριακά λιγότερο απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της ανεργίας
Ο δείκτης πρόβλεψης για την εξέλιξη της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες μειώνεται οριακά τον Απρίλιο στις +32,1 (από +32,8) μονάδες. Το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπει μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας διαμορφώνεται στο 53% (από 52%), με το 18% (από 16%) των ερωτηθέντων να αναμένει εκ νέου ελαφρά ή αισθητή μείωσή της. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +1,4 και -2,3 μονάδες αντίστοιχα.
Σχεδόν αμετάβλητες οι πληθωριστικές προσδοκίες
Σχεδόν στο ίδιο επίπεδο διαμορφώνονται οι προβλέψεις μεταβολών στις τιμές τους προσεχείς 12 μήνες, με το σχετικό δείκτη να βρίσκεται στις +9,1 (από +9,4) μονάδες. Το 41% των νοικοκυριών προβλέπει άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 35% αναμένει σταθερότητα. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +20,1 και +16,1 μονάδες.
Επιδείνωση στην πρόθεση για μείζονες αγορές
Η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) επιδεινώνεται τον Απρίλιο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -54 (από -51,7) μονάδες. Το 63% (από 60%) των καταναλωτών προβλέπει ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 3% αναμένει το αντίθετο. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώνονται στις -14,1 μονάδες στην ΕΕ και στις -15,6 μονάδες στην Ευρωζώνη.
Μείωση του ποσοστού των καταναλωτών που δηλώνουν ότι «έχουν χρεωθεί»
Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» αυξάνεται τον Απρίλιο στο 70% (από 67%), ενώ διατηρείται σχεδόν σταθερό στο 10-11%, το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αυξάνονται στο 10% (από 7%) του συνόλου, ενώ όσοι δηλώνουν ότι «έχουν χρεωθεί» μειώνονται στο 9% (από 15%).
Τον Απρίλιο, στην έρευνα καταναλωτών εξετάζονται τρία επιπρόσθετα ζητήματα σε τριμηνιαία βάση, τα οποία εξειδικεύουν περισσότερο την πρόθεση για μείζονες αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητο, κατοικία) και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πρόδρομοι δείκτες για την ιδιωτική κατανάλωση.
Αναλυτικά:
– Οριακή άνοδο καταγράφει σε σχέση με τον Ιανουάριο η πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου εντός των επόμενων 12 μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -92,0 (από -92,8) μονάδες. Αυτή η επίδοση παραμένει αισθητά δυσμενέστερη από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες, οι οποίοι και διαμορφώνονται στις -64,1 (από -64,9) και τις -69,5 (από -70,7) μονάδες στην ΕΕ και την Ευρωζώνη αντίστοιχα. Το 92% των καταναλωτών στην Ελλάδα δηλώνει και πάλι ότι δεν είναι πιθανό να αγοράσει αυτοκίνητο εντός του προσεχούς 12μήνου.
– Μικρή επιδείνωση σημειώνει τον Απρίλιο σε σχέση με τον Ιανουάριο η πρόθεση για αγορά ή κατασκευή κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -96,8 (από -95,7) μονάδες, επίδοση χειρότερη από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες, οι οποίοι διαμορφώνονται στις -82,9 (από -82,4) και τις -87,2 (από -86,8) μονάδες, στην ΕΕ και την Ευρωζώνη αντίστοιχα. Το 1% των νοικοκυριών εγχωρίως δηλώνει εκ νέου ότι ίσως να προβεί σε αγορά / κατασκευή κατοικίας τον επόμενο χρόνο.
– Ελαφρά βελτίωση καταγράφει τον Απρίλιο ο δείκτης της πρόθεσης πραγματοποίησης σημαντικών δαπανών για βελτίωση / ανανέωση της κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών, ο οποίος διαμορφώνεται στις -83,4 (από -84,4) μονάδες. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώνονται στις -51,7 (από -50,9) στην ΕΕ και στις -55,1 (από -54) μονάδες στην Ευρωζώνη. Το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που δηλώνουν ότι είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να πραγματοποιήσουν σημαντικές δαπάνες αυτού του είδους το επόμενο χρονικό διάστημα έφτασε το 5,5% (από 5%).(πηγή) ΒΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ