Δύο μέτρα με στόχο την μείωση της φορολογίας των ακινήτων προτείνει ο ΙΟΒΕ σε μελέτη, που υπογράφει ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του οργανισμού και καθηγητής, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και παρουσιάστηκε, χθες, σε ειδική εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής.
Ειδικότερα, ο ΙΟΒΕ προτείνει την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, που υπολογίζεται με αφορολόγητο 250.000 ευρώ, όπως και την μείωση του ΦΠΑ στα νεόδμητα στο 13% από 24% με διατήρηση του φόρου μεταβίβασης. Αθροιστικά, οι δύο αυτές πρωτοβουλίες, που έχουν τη στήριξη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων για Ποιότητα και Ανάπτυξη των Κατασκευών (ΣΕΠΑΚ), θα τονώσουν το ΑΕΠ, με ορίζοντα το 2022, κατά 1,65 δισ. ευρώ, δημιουργώντας 36,6 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Όλα αυτά, δεδομένου ότι κατά τη δεκαετία 2007-2017 προέκυψε μείωση 25 δισ. ευρώ των επενδύσεων στον κλάδο με αποτέλεσμα την απώλεια 250 χιλ. θέσεων εργασίας. Όπως και ότι καθεμία θέση εργασίας στον κυρίως πυρήνα του κλάδου των κατασκευών, δημιουργεί άλλες δύο θέσεις στο σύνολο της οικονομίας, με σε 1 ευρώ επένδυσης στις κατασκευές αντιστοιχούν 0,4 ευρώ στα δημόσια ταμεία.
ΒΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ
Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ
Η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ θα ενθαρρύνει την υλοποίηση επενδύσεων από όσους έχουν διαθέσιμα κεφάλαια. Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, ενδεχόμενη κατάργηση της συγκεκριμένης επιβάρυνσης, θα οδηγούσε σε αύξηση τις τιμές των ακινήτων και κατ’ επέκταση τόνωσης της προσφοράς κατοικιών. Σε απόλυτους αριθμούς, κατά την μελέτη, η υιοθέτηση του μέτρου αυτού, που ζητούν οι φορείς των κατασκευών και της κτηματαγοράς, θα οδηγούσε, κατά το διάστημα 2019-2022, σταδιακά, σε επιπρόσθετη αύξηση του ΑΕΠ από 1,31 δισ. ευρώ σε έως 1,38 δισ. και σε τόνωση της απασχόλησης με επιπλέον έως 33.032.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, η δημοσιονομική επίπτωση από την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ είναι περιορισμένη εάν όχι ουδέτερη, καθώς υπολογίζεται σε περίπου 29 εκατ. ευρώ με ορίζοντα το 2022. Το μέγεθος αυτό προκύπτει, εάν ληφθεί υπόψη η απώλεια των προσδοκώμενων εσόδων (382,1 εκατ. ευρώ) από τον συμπληρωματικό φόρο, σε συνδυασμό με την επίδραση από την αύξηση στο διαθέσιμο εισόδημα (157 εκατ.), στον πλούτο (98,1 εκατ.), στις επενδύσεις σε κατοικίες (30 εκατ.) και στις συνολικές επενδύσεις (68,4 εκατ.).
Όπως αναφέρει ο ΙΟΒΕ, η αξία των ακινήτων αποτελεί το 82% της αξίας του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του διάμεσου νοικοκυριού στην Ελλάδα, γεγονός που φανερώνει τη διαχρονική προτίμηση των Ελλήνων για τοποθέτηση των αποταμιεύσεων σε real estate.
Γι’ αυτό, η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου ακινήτων θα διευκόλυνε την πρόσβαση των ιδιοκτητών στις αποταμιεύσεις τους (ακίνητα), θα δημιουργούσε μεγαλύτερη ρευστότητα στην αγορά ακινήτων και θα τόνωνε τις τιμές των ακινήτων και κατ’ επέκταση την οικοδομική δραστηριότητα.
Ο ΦΠΑ στις οικοδομές
Η μείωση κατά 11% του ΦΠΑ 24% στα νεόδμητα ακίνητα, που προκαλεί χρόνιο πονοκέφαλο στις κατασκευαστικές εταιρείες, θα δημιουργήσει σημαντικά οφέλη, όπως η αύξηση των επενδύσεων σε κατοικίες, που αντιστοιχούν το 2017 στο 0,6% του ΑΕΠ, από 10,8% το 2007, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ.
Το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών υπολογίζει ότι εάν ο συγκεκριμένος συντελεστής μειωθεί κατά 11%, τότε, κατά το διάστημα 2019-2022, σταδιακά:
– το Δημόσιο θα έχει επιπρόσθετα έσοδα από φορολογία από 18 εκατ. ευρώ έως 72 εκατ. ευρώ
– οι επιπρόσθετες θέσεις εργασίας θα αυξηθούν από 912 σε 3.650
Υπερφορολόγηση
Όπως διαπιστώνει η έρευνα, οι επαναλαμβανόμενοι φόροι στην ακίνητη περιουσία συνιστούν το μεγαλύτερο τμήμα των φόρων περιουσίας στην Ελλάδα και επιβάλλονται κυρίως από την κεντρική κυβέρνηση, με τα συνολικά έσοδα από τη φορολογία στην ακίνητη περιουσία να διαμορφώνονται σε 5,7 δισ. ευρώ το 2016 ή στο 3,2% του ΑΕΠ έναντι 1,9% το 2004. Από αυτά ποσό 4,8 δισ. ευρώ αφορά επαναλαμβανόμενους φόρους, αποτελώντας πλέον το 2,8% του ΑΕΠ, έναντι 0,8% πριν το 2008.
Όπως αναφέρει ο ΙΟΒΕ, η υπερφορολόγηση, σε συνδυασμό με την ύφεση περιόρισαν δραματικά την συνολική επενδυτική δαπάνη για κατασκευαστικά έργα, η οποία μειώθηκε από 33,6 δισ. ευρώ το 2007 σε 9 δισ. ευρώ το 2017. Βρίσκεται δηλαδή, στο ¼ του επιπέδου του 2007. Ακόμη οι ετήσιες επενδύσεις σε κατοικίες υποχώρησαν κατά 95,4% και διαμορφώθηκαν το 2017 σε 1,1 δισ., έναντι 24,8 δισ. ευρώ το 2007.
Οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιστοιχούσαν το 2017 στο 0,6% του ΑΕΠ, έναντι 10,8% το 2007, ενώ οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές διαμορφώθηκαν κοντά στο 2,0% το 2017, όπως και το ΠΔΕ. Εξάλλου, η ραγδαία υποχώρηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας αποτυπώνεται και στον αριθμό των οικοδομικών αδειών που υποχώρησε από 79.000 το 2007 σε 14.000 το 2017.
Υποχώρηση καταγράφει και ο αριθμός των συναλλαγών, ο οποίος είναι 4,5 φόρες κάτω από τα επίπεδα του 2005: το 2015, ανά χίλιες κατοικίες, αντιστοιχούσαν μόλις 8 συναλλαγές από 37 το 2005.
Λόγω του δραστικού περιορισμού της ζήτησης για ακίνητα, οι τιμές στα διαμερίσματα μειώθηκαν κατά 41%, μεταξύ 2007 και 2017, με την μεταβολή να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ε.Ε.
Όλα αυτά όταν οι φόροι περιουσίας συμβάλουν σε μικρότερο ποσοστό στα συνολικά φορολογικά έσοδα, συγκριτικά με τους φόρους στο εισόδημα και την κατανάλωση.
(πηγή) ΒΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ